λιθοξόους

λιθοξόους
λιθόξοος
stone
masc acc pl
λιθοξόος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαξικός — λαξικός, ή, όν (Α) [λαξός] 1. λαξευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαξικά φόρος που επιβαλλόταν στους λαξευτές, στους λιθοξόους …   Dictionary of Greek

  • Στεφάνι, Λούντολφ — (Stephani). Γερμανός αρχαιολόγος και φιλόλογος (1816 – 1887). Χρημάτισε καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Ντόρπαρτ της Γερμανίας και κατόπιν διευθυντής του μουσείου των κλασικών αρχαιοτήτων της Πετρούπολης. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και την Ιταλία και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”